περιβλαστάνω

περιβλαστάνω
ΝΑ
φυτρώνω γύρω από κάτι, φύομαι ολόγυρα (α. «αν τής δικαιοσύνης / περιβλαστῇ το σκήπτρον», Κάλβ.
β. «ῥίζας αἱ κύκλῳ νεμόμεναι και περιβλαστάνουσαι κάμπτουσι...», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”